επίθετο

επίθετο
Μεταβλητό μέρος του λόγου που προσδίδει ιδιότητα ή ποιότητα στο ουσιαστικό. Στα αρχαία ελληνικά και στην καθαρεύουσα, τα ε. είναι τριγενή ή διγενή και ως προς τις καταλήξεις, τρικατάληκτα, δικατάληκτα ή μονοκατάληκτα· στη δημοτική, τα ε. είναι τριγενή και τρικατάληκτα και η κλίση τους μοιάζει με των ουσιαστικών εκτός από εκείνα, των οποίων το αρσενικό έχει κατάληξη -ύς-ής. Στην ελληνική, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, τα ε. συμφωνούν με το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρονται, κατά γένος, αριθμό και πτώση. Υπάρχουν γλώσσες (και ινδοευρωπαϊκές ακόμα, όπως π.χ. η αρμενική) στις οποίες το ε. μένει πάντοτε αμετάβλητο, ενώ μεταβάλλεται –ως προς την πτώση, τον αριθμό κλπ.– μόνο το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται. Τα ε., εκτός του ότι εκφράζουν μια ορισμένη ιδιότητα με τον απλό θετικό βαθμό (π.χ. πλούσιος), μπορούν να εκφράσουν και τη σύγκριση με άλλες ιδιότητες, πρόσωπα ή πράγματα και τέλος μπορούν να δηλώνουν την ιδιότητα αυτή υψωμένη στον ανώτατο βαθμό· έτσι, σχηματίζονται οι βαθμοί της σύγκρισης, τα παραθετικά των ε.: ο συγκριτικός (πλουσιότερος, πιο πλούσιος) και ο υπερθετικός, ο οποίος διαιρείται σε σχετικό και σε απόλυτο: λέγεται σχετικός, όταν συγκρίνεται με άλλο πρόσωπο ή πράγμα (ο πιο πλούσιος), και απόλυτος, όταν δεν συσχετίζεται με κάτι άλλο (π.χ. πλουσιότατος, πολύ, εξαιρετικά πλούσιος). Υπάρχουν επίσης και τα αριθμητικά ε., που διαιρούνται σε απόλυτα (είκοσι βιβλία), τακτικά (πρώτος όροφος), χρονικά (τεταρταίος πυρετός), πολλαπλασιαστικά (άλμα τριπλούν) και αναλογικά (διπλάσιος). Στην ελληνική γλώσσα, τα ε. προέρχονται από ρήματα, ονόματα (ουσιαστικά και σπάνια ε.) και επιρρήματα. Η διάκριση μεταξύ επιθέτων και ουσιαστικών δεν είναι πάντοτε πολύ σαφής και πολλά επίθετα σε όλες τις γλώσσες ουσιαστικοποιούνται (π.χ. ρητορική, εννοείται τέχνη· ταχεία, εννοείται αμαξοστοιχία). Στους θρησκευτικούς κανόνες όλων των γλωσσών καθώς και στην αρχαία ελληνική, λατινική και ιταλική ποίηση παρουσιάζεται το φαινόμενο ένα ε. (αλλά και ένα ουσιαστικό ή μία παραθετική έκφραση) να συνοδεύει σταθερά ένα ουσιαστικό για να δείξει ένα χαρακτηριστικό του προσώπου ή πράγματος που αναφέρεται. Ειδικότερα, παρατηρούνται αξιοσημείωτες ομοιότητες μεταξύ των επιθετικών προσδιορισμών που χρησιμοποιούσε η αρχαία ελληνική επική ποίηση και αυτών που χρησιμοποίησαν οι Βέδες (το αρχαιότερο ποιητικό κείμενο των Ινδιών).
* * *
το (AM ἐπίθετος, -ον) [επιτίθημι]
Ι. το ουδ. ως ουσ. λέξη που προσαρτάται στο ουσιαστικό για να δηλώσει την ποιότητα ή την ιδιότητά του
νεοελλ.
οικογενειακό όνομα, επώνυμο
μσν.
παλούκι
αρχ.
1. παρωνύμιο
2. επίθεση, τοποθέτηση φαρμάκου
ΙΙ. επίθ. αρχ.-μσν. ἐπίθετος, -ον
πρόσθετος, τοποθετημένος επάνω σε κάτι άλλο, ο μη εγχώριος
2. ο επίκτητος («τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν κοιναί... αἱ δὲ ἴδιαι και ἐπίθετοι»)
3. πλαστός
4. (για επιστολή) αυτή που δόθηκε να διαβιβαστεί κάπου
5. το αρσ. ως ουσ. ό ἐπίθετος
ονομασία βολής, ριξιάς στους κύβους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίθετο — το 1. (γραμμ.), λέξη προσαρτημένη σε ουσιαστικό, η οποία δηλώνει την ποιότητα ή την ιδιότητά του: Χλομό πρόσωπο. 2. λέξη που χρησιμεύει για δήλωση του χαρακτήρα κάποιου προσώπου ή των ιδιοτήτων ή των συνηθειών του: Παναγία η Μεγαλόχαρη. 3.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπίθετο — ἐπιτίθημι lay aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πείθω persuade aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέσποινα — Επίθετο με το οποίο μπορούσε να ονομαστεί κάθε θεά της αρχαίας Ελλάδας. Οι Δωριείς και οι Θεσσαλοί με το επίθετο Δ. τιμούσαν και τις γυναίκες τους. Πολλές χθόνιες θεές, όπως η Αφροδίτη, η Αθηνά, η Κυβέλη, η Εκάτη, η Δήμητρα και η Περσεφόνη,… …   Dictionary of Greek

  • παρνόπιος — Επίθετο του Απόλλωνα, επειδή απάλλασσε τους ανθρώπους από την πληγή της ακρίδας (παρνόπης). Με την επωνυμία αυτή ονόμαζαν, εκτός τον Απόλλωνα, και την Αθηνά. Άγαλμα του Α.Π. υπήρχε στην Ακρόπολη. Όπως λέγεται, το άγαλμα αυτό ήταν χάλκινο έργο του …   Dictionary of Greek

  • Αναδυομένη — Επίθετο που δόθηκε από την ομηρική εποχή στη θεά Αφροδίτη, γιατί αναδύθηκε από τον αφρό της θάλασσας. Η μυθολογική αυτή παράδοση έχει εμπνεύσει πολλούς καλλιτέχνες όλων των εποχών. Οι αναπαραστάσεις της Αφροδίτης από την κλασική πλαστική τέχνη… …   Dictionary of Greek

  • γαιάχος ή γαιήοχος — Επίθετο που αποδιδόταν σε πολλούς θεούς της αρχαίας Ελλάδας, γιατί σήμαινε εκείνον που είχε τη γη της περιοχής που προστάτευε. Ιδιαίτερα προσέδιδαν το επίθετο αυτό στον Ποσειδώνα στη Λακωνία, όπου υπήρχε ιερό του. Ο Όμηρος και ο Πίνδαρος το… …   Dictionary of Greek

  • Ιτωνία — Επίθετο της θεάς Αθηνάς, που προήλθε από τον ναό της στην πόλη Ίτων. Αναφέρεται και ως Ιτωναία ή Ιτωνίς. Η λατρεία της I. Αθηνάς είχε διαδοθεί σε όλη τη Θεσσαλία και μάλιστα είχαν καθιερωθεί και γιορτές, τα επονομαζόμενα Ιτώνια. Με το ίδιο όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Ιτώνια — Επίθετο της θεάς Αθηνάς, που προήλθε από τον ναό της στην πόλη Ίτων. Αναφέρεται και ως Ιτωναία ή Ιτωνίς. Η λατρεία της I. Αθηνάς είχε διαδοθεί σε όλη τη Θεσσαλία και μάλιστα είχαν καθιερωθεί και γιορτές, τα επονομαζόμενα Ιτώνια. Με το ίδιο όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Σμινθεύς — Επίθετο του Απόλλωνα ως εξολοθρευτή των ποντικών. Η λατρεία του Απόλλωνα με την ιδιότητα αυτή κατάγεται από την Τροία και, γενικά, τη Μ. Ασία. Ο Απόλλων Σ. λατρευόταν ιδιαίτερα στα νησιά Λέσβο, Τένεδο και Ρόδο. Η ετήσια γιορτή του ονομαζόταν… …   Dictionary of Greek

  • Τελχινία — Επίθετο της Αθηνάς στην Τελμησό της Βοιωτίας, όπου υπήρχε ιερό της. Το ιερό ίδρυσαν, κατά την παράδοση, οι Τελχίνες. * * * ἡ, Μ [Τελχίν, ῑνος] η Κρήτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”